στο άδειο σου βλέμμα να χωρέσω δεν μπορώ
το ξέρουμε καλά δεν μένω πια εδώ
τόσο ένοχα προσδιόρισες εαυτό
διαγράφοντας με ως κάτι περιττό
ποιος πόνεσε περισότερο
να διακρίνω πια αδυνατώ
τα κομμένα μου φτερά
είναι τα άδεια μου χέρια
άβολα συστρέφονται
σε ένα κορμί δίχως ψυχή
να αγκαλιάσουν δεν φείδονται
πιότερο να ξέρεις φοβούνται
εκείνη την απωθημένη έλξη
που μεταμφιέζεται σε οργή
δική σου ήταν η οργή,
την έλξη πως τη σκότωσες ?
δεν αναρωτιέμαι πια το γιατί
το πώς είναι που νοιάζομαι
να μάθω για να σε μιμηθώ