Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

σαν από φτηνό Άρλεκιν

Δεν θυμόταν,μα θα μπορούσε,

να ταν από φτηνό ΆΡΛΕΚΙΝ

που χε διαβάσει στα δεκαπέντε,

τούτη η φράση που σκάλωσε για τα καλά

σε μια έλικα του μυαλού της:

"η ζωή είναι ωραία τώρα που απαλλάχθηκες από την αφελή και θλιβερή παρουσία της"

είναι?

νερό που χύθηκε,νερό που ξεδίψασε.( ξανά, ως αντίο)

Διψούσες πολύ για ένα ποτήρι νερό και γω για ένα σου βλέμμα, από κείνα που έκαναν τα μάτια σου να μοιάζουν με σκιερές φυλλωσιές καταμεσήμερο του Αυγούστου.Μα δεν με κοίταξες.
Λάτρευα εκείνο το σταχτοπράσινο που εναλλάσονταν με τους τόνους της διάθεσής σου, γύρω μας τόσοι να μας παρασέρνουν να μας μονώνουν, σαν ηχοπροστασία από τη σιωπή αναμεσά μας .Δίψαγες για ένα ποτήρι νερό και τα δακρυά μου που έπαιρναν το δρόμο τους να αναδυθούν από τη βουβή ψυχή μου εκτονώνοντας την καταιγίδα μέσα μου, φοβήθηκα πως θα μας πνίξουν, άκαιρα και προδοτικά.
Σου έφερα ένα ποτήρι νερό ,τίποτα περισσότερο ,ούτε που σε κοίταξα ,κοίταζα το νερό με ζήλεια, να ενσωματωθω να γίνω μια σταγόνα, να διανύσω το δρόμο του μεσα στο κορμί σου, να σε ευφράνω να ξεδιψάσω.
Είπες ευχαριστώ μα δεν ήμουν εκεί ,το κενό στα μάτια σου με είχε εξοστρακίσει στη γή του τίποτα που λησμονάς ότι έζησες και αποποιείσαι τη συνέχεια για το αύριο σαν δανικό ρούχο άβολο και ανάρμοστο.
Μου φάνηκε πως δίψαγες από καιρό για ένα ποτήρι νερό,έψαξα την πιο δροσερή πηγή ,μάζεψα με υπομονή το κρυστάλλινο νερό της, σου το πρόσφερα .Κοιταξες το ποτήρι με επιφύλαξη,το γυαλί απλό ,χαραγματιές του καιρού πάνω του ,οδύνες ψυχής που τσαλακώθηκε στο ταξίδι της. Τίποτα δεν κρυβόταν στο διάφανο μίγμα του.
Ηπιες βιαστικά αχόρταγα ,φοβήθηκες μην πνιγείς,πέταξες το ποτήρι στο πάτωμα χίλια κομμάτια. Το νερό σκόρπισε πάνω σου αναπόφευκτα. Ενοχλήθηκες. Δεν το γεύτηκες ,απλά ξεδίψασες το μόνο που πρόλαβα να διακρίνω ήταν η πρόσκαιρη ευφορία της ανακούφισης από την παλιά σου δίψα. Ύστερα θυμός για την αδεξιότητά μου ( ως έλλειμα τελειότητας )Δέν είχε κανένα νόημα να διαμαρτυρηθώ .....